- βρουλλοκύπερος
- βρουλλοκύπερος, ἡ, a kind of κύπερος, Aët.1.132.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βρουλλοκυπέρου — βρουλλοκύπερος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)